Πάνω απ’ όσους αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Αγώνα, ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας έχουν οι μαχητές της Ελευθερίας που πάλεψαν, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν από τους δεσμώτες τους, πριν προλάβουν να δουν τον ήλιο δίχως σύρματα. Η σημερινή μέρα είναι αφιερωμένη στην αγωνίστρια Κατερίνα Γκουλιώνη. Την Κατερίνα των ανυπότακτων, των αδιάλλακτων, των αμετανόητων εξεγερμένων, που δολοφονήθηκε κατά τη μεταγωγή της από μια αγέλη δειλών, δεμένη πισθάγκωνα. Στην Κατερίνα όλων μας λοιπόν…
Θα μπορούσα να μιλήσω με τα πιο σκληρά και άκαμπτα λόγια για όσα νιώθω, για όσα βλέπω να συμβαίνουν μέσα μου, για όσα είμαι, πόσο δε για όσα με κάνει αυτή η διάχυτη σήψη γύρω μου να γίνομαι. Και αυτό γιατί στη σκληρότητα του λόγου κρύβεται η ευαισθησία και ενσυνείδηση ενός ανθρώπου που ούτε μπορεί, ούτε επιθυμεί να αποδέχεται ως φυσιολογική συνθήκη τη γενικευμένη παρακμή, την αθλιότητα και τη φθήνια που επικρατεί γύρω μας. Για όλα όσα είμαι και με χαρακτηρίζουν δεν έχω ούτε την ανάγκη, ούτε τη θέληση να απολογηθώ γιατί δεν είμαι ούτε εγκληματίας, ούτε αποστάτης. Η συνείδησή μου είναι ορκισμένη στην Επανάσταση και η ίδια ιστορία είναι αυτή που θα κρίνει τη συνέπεια και την αφοσίωσή μου.
Σήμερα οι κοινωνίες έχουν ενσωματώσει στις αντιληπτικές τους συμπεριφορές όλες τις παθογένειες του καπιταλισμού. Εκπτώσεις στην κατανόηση και την ενσυναίσθηση. Εκπτώσεις στον ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό. Εκπτώσεις στα συναισθήματα, στην αγάπη και τη συντροφικότητα. Μεγαλώνουμε μέσα σε έναν κόσμο άκριτου θεάματος και επίπλαστων αναγκών, όπου ακόμα και ο συναισθηματισμός ή η αγάπη μετατρέπονται σε συναλλαγματικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης. Έναν κόσμο όπου η ακριβοπληρωμένη φθήνια και η βρωμιά του κρύβεται πίσω από στολισμένες βιτρίνες, όπως αυτές των πολυτελών εμπορικών κέντρων.
Σε αυτόν τον κόσμο το δύσκολο δεν είναι να δημιουργήσεις ένα ψέμα αλλά να ζήσεις αρμονικά και ευτυχισμένα μέσα του. Να πορευτείς δημιουργικά, όχι αυτοκαταστροφικά. Να ξυπνάς κάθε πρωί χωρίς να σε καταβάλλει ο χρόνος που μετράει αντίστροφα για να τελειώσει ακόμη μία μέρα. Να ζεις, όχι να υπομένεις. Να αναπνέεις χωρίς να υποτάσσεσαι. Σε αυτόν τον κόσμο που ο καθένας μας είναι ικανός μόνο για το χειρότερο, η λέξη Άνθρωπος έγινε βρισιά και προσβολή. Ανάμεσά μας περιφέρονται τέρατα φορώντας ανθρωπόμορφα κοστούμια που κουβαλάνε όλη τη σήψη και τη σαπίλα της κοινωνίας μας. Και επειδή ακριβώς είναι η δική μας κοινωνία, λιγότερο ή περισσότερο, έχουμε όλοι ευθύνη για ότι συμβαίνει. Για την ανοχή και την ανεκτικότητα που δείχνουμε, για τη νομιμοποίηση της παρακμής κάθε παρασιτικού στοιχείου, για την ανάθεση, για την αδράνεια, για τη συμπόρευση, μα πάνω απ’ όλα για τη σιωπή. Για την απέραντη σιωπή σε όσα βλέπουμε, για τη σιωπή στις αντιρρήσεις μας, για τη σιωπή στις εκφράσεις μας. Γιατί ο μόνος ήχος στα στόματα είναι η ανάσα και αυτό δεν αρκεί όταν αναπνέεις μόνο το θάνατο.
Σε έναν κόσμο όπου οι πράξεις κρίνονται από τα αποτελέσματά τους και όχι από τα κίνητρα και τα συναισθήματα, είναι επιλογή του καθενός μας αν η σιωπή του θα πνίξει τον ίδιο σαν ασφυξία ή θα γίνει ανυπότακτη καταιγίδα απέναντι στον εχθρό του. Αυτό λοιπόν, που για κάποιους ήταν δύσκολο, για μένα μέχρι σήμερα ήταν ανέφικτο. Όσα όριζε η σκέψη, η ψυχή και η συνείδησή μου αποτελούσαν μονόδρομο και όχι επιλογή στον προσανατολισμό μου. Άλλοτε με σιωπές, άλλοτε με κραυγές, μα πάντοτε στο ίδιο μονοπάτι που απαξίωνε τη διαμαρτυρία ως θυματοποίηση, κοιτώντας την αντίσταση μέχρι το τέλος.
Το κράμα όσων ορίζει η σκέψη, η καρδιά και η συνείδηση είναι αυτό που λέμε ιδεολογικοπολιτική συγκρότηση. Αναφαίρετο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μου, θα ήθελα να πιστεύω μέχρι τώρα πως αποτέλεσε αυτή ακριβώς η αφοσίωση. Η πίστη στο νόμο της συνείδησης, η στοχοπροσήλωση στον πολιτικό προσανατολισμό. Με λίγα και απλά λόγια, η στράτευση σε μια ζωή όπου το εμείς θα έμπαινε πάνω από το υπερεγώ. Και γι’ αυτήν τη ζωή, που μου κόστισε την ατομική μου ελευθερία, δεν έχω μετανιώσει ούτε στιγμή. Γιατί όπως πάντοτε έτσι και σήμερα βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή, ενώπιόν σας για πολύ περισσότερους από μένα τον ίδιο. Για τους αχαρτογράφητους συντρόφους και συντρόφισσες που συνοδοιπορήσαμε στα παράνομα μονοπάτια που έκρυβαν μέσα τους την πιο άγρια ομορφιά. Για τους αιχμάλωτους επαναστάτες με τους οποίους μοιραζόμαστε την ίδια περήφανη ασφυξία. Για όσες και όσους παλεύουν με τη δική τους φυλακή έξω από τα δικά μου τείχη, εκείνους και εκείνες με τους οποίους υπομένουμε τα ίδια δεινά, μοιραζόμαστε τα ίδια άγχη, τους ίδιους φόβους, πολλές φορές το ίδιο όραμα και την ίδια απελπισία όταν αυτό συνθλίβεται.
Όμως το πιο σημαντικό όλων είναι πως βρίσκομαι εδώ για όσες και όσους βαδίσαν μέχρι τέλους το δρόμο της αδιαλλαξίας. Για όσες και όσους υπήρξαν τρομακτικά συνεπείς στα επαναστατικά καθήκοντα, για όσες και όσους αφιερώσαν τη ζωή τους στην πάλη για την Ανατροπή και την Επανάσταση. Για όλες και όλους αυτούς που γέμισαν με το αίμα τους το μελανοδοχείο της ιστορίας, δίνοντας τη ζωή τους για τις ζωές όλων μας. Έχω καθήκον και υποχρέωση να πορεύομαι με τις ευθύνες μου, για να αποτελεί η φωνή μου τη δική τους φωνή, να ξαναζωντανεύουν τα προτάγματά τους, ακυρώνοντας τη θνητότητα του χαμού. Για να αποτελούν οι περιοδικές στιγμές αντίστασης, μια ενιαία αφήγηση, μια ενιαία ιστορία. Τη συλλογική Επαναστατική ιστορία.
Ημερολόγιο μηχανών ημέρα 324
Στη δίπλα πτέρυγα τα βράδια ακούγονται γέλια, κοροϊδεύουν τον μαθηματικό όπως τον λένε. Είναι ένας που γράφει συνεχώς αριθμούς στον τοίχο, σαν μια τεράστια εξίσωση, που για να λυθεί θέλει μέρες, μήνες, χρόνια. Τον κοροϊδεύουν και του λένε πως οι πράξεις του είναι λάθος κι αυτός συνεχίζει και τον χλευάζουν κι αυτός συνεχίζει.
Όμως εχθές το βράδυ τα γέλια σταμάτησαν. Ο μαθηματικός γράφει στο αποτέλεσμα τον αριθμό μηδέν και τον υπογραμμίζει. Γυρίζει λοιπόν και τους λέει: “Είχατε δίκιο, οι πράξεις μου ήταν λάθος αλλά οι αριθμοί που χρησιμοποιούσα καθώς και το αποτέλεσμα ήταν σωστό. Γιατί στο μηδέν δεν σε φέρνουν ποτέ οι αριθμοί σου αλλά οι πράξεις σου.
Ζούμε την εποχή της γενικευμένης σύγχυσης της ηθικής, των αξιών, του προσανατολισμού που οφείλει ο καθένας μας να έχει. Μια εποχή συλλογικού μαρασμού της πολιτικής οξυδέρκειας, όπου η αλλοτρίωση διχάζει και απομονώνει τους ακέραιους, ενώνοντας και συλλογικοποιώντας τους διεφθαρμένους. Ζούμε σε μια πραγματικότητα, όπου οι άνθρωποι πορεύονται με κοινό γνώμονα τις υποχωρήσεις τους, δημιουργούν αόρατες κοινότητες με κοινό χαρακτηριστικό τις αδυναμίες, την αδιαφορία, την απουσία. Αυτό που ονομάζουμε κοινωνία δεν είναι τίποτα παραπάνω από οργανωμένα αριθμητικά σύνολα που αγνοούν επιδεικτικά τις ταξικές καταβολές και τη συνειδησιακή εγγύτητα. Καμία ευθύνη, καμία υποχρέωση, κανένα καθήκον απέναντι στην ιστορία, απέναντι σε όσα κληρονομούμε και κληροδοτούμε στις επόμενες γενιές.
Εγώ λοιπόν δεν είμαι έτσι. Δεν έχω μάθει να αδιαφορώ, δεν έχω μάθει να κρύβομαι, πόσο μάλλον να δειλιάζω. Όσο και αν έχω φοβηθεί στη ζωή μου, δεν έχω μάθει να οπισθοχωρώ γιατί η συνείδηση μου επέβαλλε ταχύρρυθμους βηματισμούς μόνο μπροστά. Ακόμα και στο γκρεμό μπροστά η καρδιά μου έλεγε να προσπαθήσω για το πιο μεγάλο άλμα, όχι να υποχωρήσω. Και αυτή η ένδοια προς την οπισθοχώρηση είναι κάτι που με ακολουθεί από πάντα. Από τη σχολική μου ηλικία, τη συμβίωσή μου στο οικογενειακό μου περιβάλλον, τα φοιτητικά μου χρόνια, τον εργασιακό μου χώρο. Παντού, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ποτέ δεν αμφιταλλαντεύτηκα ανάμεσα στην υπεράσπιση των επιλογών μου και σε κάτι λιγότερο. Γιατί στις επιλογές μου έβλεπα και ένα κομμάτι του εαυτού μου, έβλεπα την αλήθεια μου. Μια αλήθεια που κοστίζει πολύ περισσότερο απ’ όσα βολικά ψέμματα έχει οικοδομήσει αυτός ο κόσμος. Για έναν άνθρωπο που σέβεται και τιμά την ιδιότητά του μέσα από την ιδεολογική αφοσίωση στην πολιτική ακεραιότητα είναι μονόδρομος και όχι επιλογή η όξυνση της αντιπαράθεσης. Μέσα στον αγώνα είναι ζήτημα ποιοτικό για ένα υποκείμενο η όξυνση της πολιτικής του συγκρότησης να συνοδοιπορεί με την όξυνση της στρατιωτικής υπευθυνότητας. Να υπάρχει συνάφεια στην αμεσότητα του λόγου μέσα από την πράξη, βαθαίνοντας στον πόλεμο. Γιατί έχουμε πόλεμο, πόλεμο ιδεολογικό, πόλεμο ηθικό-αξιακό, πόλεμο κοινωνικό και ταξικό.
Στη θέα του ατομικού και συλλογικού ξεπεσμού, αυτοί που μόνο να καταλογίζουν ευθύνες γνωρίζουν είναι αυτοί που ζούνε πίσω από τις συμβάσεις τους. Εγώ εκπαίδευσα μεθοδικά τον εαυτό μου να εξαιρείται από τέτοια σύνολα. Και εκεί που όλοι στρέφουν, γεμάτοι αδιαφορία, το κεφάλι και δείχνουν με το δάχτυλο, εγώ δασκαλεύτηκα να βγαίνω μπροστά και τις ευθύνες που μου αναλογούν να τις αναλαμβάνω δίχως δισταγμό και δεύτερες σκέψεις, μα με αποφασιστικότητα και πάνω απ’ όλα βεβαιότητα πως κάθε φορά αυτό αντιστοιχούσε ως πρέπον στην περίσταση.
Σήμερα όσα νιώθω, όσα λέω και όσα είμαι, είναι ένα τεράστιο σύνολο ευθυνών. Είναι αυτό που όρισε η συντρόφισσα Gudrun Ensslin ως “εθελοντική απόφαση βαθιάς ευαισθησίας”. Είναι η ευθύνη να μην υποτάσσομαι μπροστά στην εκμετάλλευση, η ευθύνη να μην λιγοψυχώ στη βαρβαρότητα, η ευθύνη να μην λοξοδρομώ στη σήψη και την παρακμή, η ευθύνη να μην δείχνω ανοχή στον κοινωνικό εκχυδαϊσμό. Να στέκω με συνέπεια και αφοσίωση στα ίδια πολιτικά συμβόλαια αδιαλλαξίας, προτάσσοντας με αποφασιστικότητα και προσήλωση τη λόγχη των ιδεών. Σήμερα, έχοντας μια σαφή εικόνα για τις προσωπικές και πολιτικές μου αντοχές μπροστά στην καταστολή, τη φυλακή, ακόμα και στο θάνατο, ριζώνει μέσα μου η βεβαιότητα πως όσα μου στερούν δεν είναι τίποτα μπροστά στη θέλησή μου να σέβομαι τον εαυτό μου, να τιμώ τις πολιτικές μου δεσμεύσεις και να στέκομαι με αξιοπρέπεια μπροστά στην ιστορία. Για όλους αυτούς τους λόγους, λόγους επαναστατικού καθήκοντος, ιδεολογικής αφοσίωσης και συντροφικού σεβασμού ανέλαβα την πολιτική ευθύνη για την Αναρχική Δράση. Γιατί αυτή είναι η αλήθεια μου και δεν μετανιώνω, γιατί αυτή η αλήθεια μου θυμίζει τι σημαίνει Άνθρωπος.
Η ιστορία ενός πολιτικού μορφώματος, πόσο δε μιας επιθετικής συλλογικότητας, είναι ο λόγος και οι πράξεις της. Είναι τα κίνητρα πίσω από τις παρεμβάσεις της, η ιδεολογικοπολιτική της φυσιογνωμία, ακόμα και τα λάθη ή η ασυνέπεια μπροστά σε όσα κληρονόμησε και κληροδότησε. Για όλα αυτά αποφάσισα να αναλάβω την ευθύνη. Για να μπορώ να υπερασπιστώ την επαναστατική ανιδιοτέλεια μπροστά στον κίνδυνο εγκληματοποίησής της. Για να είμαι συνεπής σε όσα κατατέθηκαν από την παράνομη επωνυμία της Αναρχικής Δράσης. Για να μπορεί αυτή η συλλογικότητα, πέραν της δεδομένης και αδιαπραγμάτευτης ιστορίας της, να έχει μια φωνή που να εγγυάται ένα πολιτικό παρόν και να παλεύει για ένα επαναστατικό μέλλον. Η ιστορία πίσω από εμάς έτσι κι αλλιώς είναι μια ενιαία αφήγηση με το ίδιο ακέραιο πρόταγμα στο οποίο αλλάζουν τα χέρια που οπλίζονται. Και αυτή η ιστορία, αιώνες τώρα, δεν έχει όμορφο τέλος. Είναι γεμάτη καταδιώξεις, βασανισμούς σε κολαστήρια, εκτελέσεις, φυλακίσεις. Είναι μια ιστορία πνιγμένη στο αίμα και το τσιμέντο. Και όμως, αν δεν υπήρχαν κάποια στόματα να ταξιδέψουν όλους αυτούς τους κόπους και τον πόνο που προκάλεσαν, όλοι και όλες εμείς θα ήμασταν ένα κεφάλαιο που έχει κλείσει. Όμως δείτε και μόνοι σας: Εγώ, εμείς, οι άνθρωποι πίσω μας, όλος αυτός ο κόσμος που μας εμπνέει και εμπνέεται από εμάς έξω στους δρόμους, είναι εδώ. Είμαστε εδώ. Η αλήθεια γράφεται με αίμα και το αίμα δεν ξεβάφει.
Η άμυνα είναι για εποχές ανεπάρκειας – τέχνη του πολέμου
Η Αναρχική Δράση οικοδομήθηκε πάνω στη συλλογική αναγκαιότητα επανακαθορισμού της συνάφειας μεταξύ του αναρχικού λόγου και των πρακτικών. Μέσα σε μια συνθήκη πολιτικής αχρωματοψίας, κινηματικής αφομοίωσης και οπισθοχώρησης, η τότε συγκυβέρνηση των μεταλλαγμένων σοσιαλιστών του ΣΥΡΙΖΑ με τους αποστάτες της δεξιάς πολυκατοικίας ΑΝΕΛ αποτελούσε την κοινωνική και κινηματική οφθαλμαπάτη, ως λευκή επιταγή στο μονοπώλιο του κρατισμού. Πιο απλά ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αριστερά “της βίας και της νοθείας” αποτέλεσε την πιο διπλωματική ταφόπλακα στις κοινωνικές άμυνες, ακυρώνοντας με χειρουργική ακρίβεια οποιοδήποτε αντίλογο.
Εντός αυτής της δυστοπικής συνθήκης για την ανασυγκρότηση των αντιστάσεων οπλίστηκε η Αναρχική Δράση για να αποτελέσει έναν οργανωμένο πολιτικό φορέα με σταθερό ιδεολογικό πρόσημο και αναφαίρετη σκοπιμότητα την επιθετική παρέμβαση στο πολιτικό προσκήνιο των γεγονότων. Έχοντας λοιπόν σαφή ταύτιση με την εμπρηστική προπαγάνδα, η Αναρχική Δράση είναι ένα οργανωτικό μόρφωμα που ανήκει στο ρεύμα της θεωρίας μέσα από την πράξη, παρεμβαίνοντας στο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού, με αυστηρά δομημένο αναρχικό πρόταγμα και προσανατολισμό.
Από την πρώτη ιαχή πολέμου που δήλωνε επίσημα τη γέννηση του πολιτικού φορέα, προσπάθησε να οπλίσει τις μικρές της δυνάμεις για να ορθώσει επιθετικό αντίλογο στην υπάρχουσα πολιτική επικαιρότητα. Η δικαιοπραξία της Αναρχικής Δράσης στάθηκε παρούσα στη ψήφιση του 4ου μνημονίου χρηματοπιστωτικής υποτέλειας από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στην άνοδο των εθνικισμών μέσα από τα εθνοφασιστικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό Ζήτημα πυροδοτώντας την αντεθνική καμπάνια διεθνιστικής αλληλεγγύης, στις ελληνοτουρκικές εντάσεις και το πολεμοκάπηλο κλίμα για τον καθορισμό των ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, στη θανατοπολιτική της πανδημικής κρίσης και τη διαχείριση του κοινωνικού σώματος ως παραγωγική μηχανή ανάκαμψης, σε μια 4ετία θεσμικής εκτροπής του νεοφιλελεύθερου αλτρουϊσμού, που υπόσχεται υποταγή στα οφέλη και τις ανάγκες του κεφαλαιοκρατισμού και των διεθνών αγορών.
Μέσα σε αυτήν τη διαδρομή, η Αναρχική Δράση αναμετρήθηκε κατά πρόσωπο με τη συντριπτική πλειοψηφία των φορέων και των πυλώνων εκμετάλλευσης και καθυπόταξης. Ήρθε αντιμέτωπη με πρόσωπα της δικαστικής μαφίας που ευαγγελίζονται τη δικαιοσύνη του κράτους και των αφεντικών, με φασίστες που εξυμνούν το μίσος και τη διχόνοια των λαών, με στρατοκράτες που νομιμοποιούν τα εγκλήματα πολέμου, με υπηρέτες των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και επενδύσεων, με το σύνολο των αποχρώσεων της νεοφιλελεύθερης πυραμίδας και τους ένστολους φρουρούς τους, με τον κόσμο των αφεντικών. Στόχευσε τους ναούς της χρηματοπιστωτικής δικτατορίας, το κεντρί του θρησκευτικού σκοταδισμού, την εγχώρια στρατοπεύδευση της διεθνούς τρομοκρατίας, όπως το Γραφείο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και τους ξενώνες του ΝΑΤΟ, την αντιπροσώπευση της ευθυγράμμισης της ντόπιας πολιτικής με τις επιταγές των υπερεθνικών μονοπωλίων, όπως τα γραφεία της Europe Direct και της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.
Η Αναρχική Δράση αποτέλεσε έναν σταθερό φορέα όξυνσης του ταξικού πολέμου και των κοινωνικών αντιστάσεων που γεννούν οι ανισότητες και η καπιταλιστική αλαζονεία. Με συγκροτημένη αφοσίωση στην υπεράσπιση των προλεταριακών συμφερόντων μέσα σε μια εποχή όπου οι ταξικές πρωτοβουλίες απομακρύνονται από τα προτάγματα συνολικής ρήξης με τον εργασιακό μεσαίωνα. Έχοντας αδιαπραγμάτευτη σκοπιμότητα την καταστροφή της εργασίας, την απαλλοτρίωση του καπιταλιστικού και εκκλησιαστικού πλούτου και το διαμοιρασμό προς όφελος των συλλογικών προλεταριακών αναγκών. Έχοντας μια συνεπή σταθερότητα στο πεδίο του ταξικού ανταγωνισμού, η Αναρχική Δράση προώθησε την τακτική του εργατικού τερρορισμού, είτε στηρίζοντας στην πράξη επιθετικές πρωτοβουλίες ριζοσπαστικής συγκρότησης των προλεταριακών αντιστάσεων, όπως το Μέτωπο Ταξικής Αλληλεγγύης, είτε καταθέτοντας δημόσιες προτάσεις συντονισμού του ταξικού προσανατολισμού στον κοινωνικό πόλεμο, όπως η Επιχείρηση – Τάξη εναντίον Τάξης -. Για να ανοίξει το πέρασμα προς την ταξική απελευθέρωση, η Αναρχική Δράση στόχευσε τράπεζες και υπουργεία, εκπροσώπους της βιομηχανικής ελίτ, όπως ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος Σαββάκης, μεγαλοεπενδυτές όπως ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ιδιωτικών Κλινικών Σαραφιανός, που στην πιο δύσκολη κοινωνική συγκυρία έκαναν τις ζωές μας εμπόρευμα, καθώς και όσους ευθύνονται για τον προλεταριακό χαμό που αφήνει πίσω της η εργοδοτική τρομοκρατία, από τις εφορίες που πίνουν το αίμα μας σαν βρυκόλακες μέχρι τα εργοτάξια που μετατρέπονται σε ομαδικούς τάφους εργατών.
Η Αναρχική Δράση είχε μια συνεπή σταθερότητα στη διεθνιστική αντίληψη για τον επαναστατικό αγώνα. Σε μια συνθήκη, όπου οι εξεγέρσεις ολοένα και πυκνώνουν ακυρώνοντας στην πράξη τη συναίνεση στην καθεστωτική ευημερία, η επαναστατική διαδικασία για εμάς είναι ένας σχεδιασμός που αφορά τη γεωγραφική διάχυση των προταγμάτων στους απανταχού καταπιεσμένους που έχουν τη συνειδητή ανάγκη να αντισταθούν, να πολεμήσουν, να εξεγείρουν τις αρνήσεις τους. Μπροστά στις διακρατικές εντάσεις που σπέρνουν τη διχόνοια στους λαούς, η Αναρχική Δράση είχε πάντα εμφυλιοπολεμική τακτική στοχοποιώντας την ντόπια έκφραση των υπερεθνικών συμφερόντων, ενώνοντας τις φωνές των καταπιεσμένων στην Ελλάδα, την Τουρκία, τη Μακεδονία – λαούς που έχουν κοινά προβλήματα και κοινούς εχθρούς. Οι εμπρηστικές πράξεις ήταν και ένα μήνυμα αλληλεγγύης και σύζευξης με τους αγώνες έξω από τα δικά μας σύνορα, με τον αγώνα των Ισπανών καταληψιών ενάντια στην αφομοίωση, τις εξεγερτικές αντιστάσεις στο Standing Rock της Dakota, στα γαλλικά προάστια, στη Ζώνη Υπεράσπισης της ZAD στη Νάντη, με τους αντιμιλιταριστικούς αγώνες των Ιταλών συντρόφων στο Κάλιαρι, με τη Μαύρη Εξέγερση στις ΗΠΑ ενάντια στις κρατικές δολοφονίες αφροαμερικανών, με τους ανατρεπτικούς συντρόφους του εξεγερσιακού τόξου στη Χιλή και τις κόκκινες συνοικίες του Λαϊκού Μετώπου στην Τουρκία. Με συγκροτημένο προσανατολισμό τη μεταφορά της ευθύνης για τις διεθνείς πολεμικές επεμβάσεις στην καρδιά της ενδοχώρας η Αναρχική Δράση ένωνε τα πυρά της με τις διεθνείς απελευθερωτικές εχθροπραξίες, όπως η επίθεση στους ξενώνες του ΝΑΤΟ ως άμεση δράση αλληλεγγύης στις αντάρτικες πολιτοφυλακές στη Rojava, την παραμονή της άφιξης του τότε αμερικάνου πρέσβη στη Θεσσαλονίκη, Jeffrey Pyatt.
Έχοντας σαν πυξίδα στην πορεία της την αλληλεγγύη, η Αναρχική Δράση δεν θα μπορούσε παρά να σταθεί ολόψυχα στο πλευρό όσων βρέθηκαν στη σκόπελο της βίας και της εκμετάλλευσης. Στάθηκε στο πλάι τους σαν ανάχωμα δικαιοπραξίας, σαν κραυγή θυμού και κατανόησης. Γιατί η Αναρχική Δράση βρίσκεται από την πλευρά των αδυνάτων. Στάθηκε πλάι σε ανθρώπους σαν την Κωνσταντία Ελευθεροπούλου που βίωσε τη χυδαιότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, όταν τα αρπακτικά του κράτους μπλόκαραν τον τραπεζικό λογαριασμό που είχε δημιουργηθεί από εισφορές αλληλέγγυων για την κάλυψη των ιατροφαρμακευτικών της αναγκών, σαν την Γεωργία Μπίκα πιστεύοντας μέχρι τέλους την αλήθεια της για τον ομαδικό βιασμό της από την επιφανή ελίτ του επιχειρηματικού κόσμου της Θεσσαλονίκης, με την πολιτική και νομική κάλυψη από τους μπάτσους και την αστική δικαιοσύνη. Σταθήκαμε πλάι σε εργαζόμενους, σε αποκλεισμένους, σε παραγωγικά αδύναμους. Σταθήκαμε με αποφασιστικότητα στο πλάι των φυλακισμένων και διωκόμενων συντρόφων και συντροφισσών μας, στους αγώνες των αιχμαλώτων συντρόφων ενάντια στην εφαρμογή του δόγματος της ατομικής τρομοκρατίας, στις απεργίες πείνας των συντρόφων του Επαναστατικού Αγώνα και του συντρόφου Δημήτρη Κουφοντίνα ενάντια στον απομονωτισμό και τη γενικευμένη εξαίρεση. Σε όλες τις συντρόφισσες και τους συντρόφους από την κατάληψη Terra Incognita, όταν ο καθένας μας έδινε τη δική του μάχη με τη μνήμη.
Και αν ήταν πολιτική επιλογή να σταθούμε αλληλέγγυοι σε όλους αυτούς, για τους νεκρούς της δημοκρατίας ήταν επαναστατικό καθήκον να κάνουμε το χαμό τους πολεμοφόδιο. Να αποτελούμε τη φωνή των νεκρών εργατών στα κάτεργα της μισθωτής σκλαβιάς, τη φωνή όσων δολοφονήθηκαν από τα πυρά του στρατού κατοχής από τον Νίκο Σαμπάνη έως και τον George Floyd, τη φωνή των νεκρών απεργών πείνας στα κελιά του τούρκικου φασισμού. Να αποτελούμε το σταθερό σημείο αναφοράς που θα κρατάει σαν άσβεστη φλόγα στην Επαναστατική Μνήμη την εικόνα συντρόφων, όπως ο επαναστάτης Λάμπρος Φούντας, που αγωνίστηκαν μέχρι θανάτου για την Ανατροπή και την Επανάσταση. Για την πολιτική επιβίωση της επαναστατικής προοπτικής και παράδοσης στον αγώνα για την κατάργηση κάθε μορφής εξουσίας. Φέρνοντας στο σήμερα τα λόγια των Ιταλών φυλακισμένων συντρόφων της Επαναστατικής Δράσης “Δεν ανακηρύσσουμε ούτε λατρεύουμε ήρωες. Αλλά αναζητούμε σεβασμό για την αλήθεια του ταξιδιού των ανθρώπων που γνωρίζουμε δίχως σκιές, που γνωρίζουμε ότι ήταν κρυστάλλινα καθαροί, μέσα σε όσα υπέφεραν, στα ξεσπάσματά τους, στις μικρές και τις μεγάλες στιγμές τους. Δεν είμαστε συνηθισμένοι σε ρητορείες και δεν θα δώσουμε κάποια παράσταση. Προσπαθούμε μονάχα να θυμηθούμε τις στιγμές των ζωών των προλετάριων, που ήταν αποφασισμένοι να βάλουν τέλος την παρούσα κατάσταση πραγμάτων”.
Η ύπαρξη και διαχείριση ενός σταθερού πολιτικού φορέα που θα βρίσκεται αδιάκοπα στην πρώτη γραμμή της αντιεξουσιαστικής σύγκρουσης, γνωρίζαμε ότι θα είναι μια επίπονη διαδικασία ψυχικά και σωματικά. Ήταν συνειδητή απόφαση να κηρύξουμε πόλεμο απέναντι στο σύνολο του κυριαρχικού οικοδομήματος. Για εμάς όμως, ο δικός μας πόλεμος, γνωρίζοντας τις περιορισμένες μας δυνάμεις, θέλαμε να είναι πολιτικός και ποιοτικός. Ήταν συνειδητή επιλογή να ασκούμε πολιτική χρησιμοποιώντας ήπια επιθετικά μέσα για να υπάρχει επιχειρησιακή διαλεκτική και διάχυση αυτής της μορφής αγώνα σε ευρύτερα κινηματικά και κοινωνικά πεδία. Ήταν πολιτική επιλογή και όχι αδυναμία η τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών χαμηλής ισχύος, για να δείξουμε σε όλους πως ο εχθρός είναι τρωτός επιχειρησιακά και πέραν του γενικευμένου επαναστατικού καθήκοντος, είναι και εφικτή συλλογική δυνατότητα η επιθετική αναβάθμιση των εργαλείων πολιτικής σύγκρουσης με εύκολα προσβάσιμα μέσα. Σε αυτόν τον ιδεολογικοπολιτικό ορίζοντα η Αναρχική Δράση εργάστηκε με αφοσίωση. Με τη συνεχή παραγωγή ριζοσπαστικής θεωρίας μέσα από την πράξη. Με πολιτικές παρεμβάσεις στην επικαιρότητα, όποτε κρίθηκε αναγκαίο. Με τη στήριξη πολιτικών φορέων επαναστατικής βίας, όπως το Μέτωπο Ταξικής Αλληλεγγύης και οι Πυρήνες Άμεσης Δράσης. Με τη θεωρητική συμβολή στη διάχυση των εμπειριών ριζοσπαστικής συγκρότησης και όξυνσης των επαναστατικών αντανακλαστικών, όταν και προχώρησε στην παράνομη διακίνηση του “Εγχειριδίου Άμεσης Δράσης”. Είναι για εμάς πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητό πως η αποδοτικότητα της πολεμικής αντιπαράθεσης είναι ένα σύμπλεγμα πολιτικών χαρακτηριστικών, που δεν αφορά μόνο τα μέσα αγώνα. Έχει να κάνει με τη χρονική συγκυρία, με την τακτική και τον αιφνιδιασμό, με τη σταθερότητα και τη συνέπεια στην οικοδόμηση του αντίπαλου πόλου. Έχει να κάνει με την ουσιαστική επίδειξη δύναμης, που αναλογεί στην πραγματικότητα και όχι με εφετζίδικες δηλώσεις πολιτικού θεάματος. Θα σταθώ σε ένα ενδεικτικό παράδειγμα τακτικού αιφνιδιασμού: το 2021 η ρουφιανοφυλλάδα του γνωστού δαιμόνιου αστυνομικού ρεπόρτερ Βασίλη Λαμπρόπουλου, που αποτελεί λεγκένι του Γενικού Επιτελείου της Ελληνικής Αστυνομίας, δημοσίευσε μια λίστα 21 οχημάτων συντροφισσών και συντρόφων, που βρισκόταν αναρτημένη σε όλα τα τοπικά βασανιστήρια της ΕΛΑΣ, φωτογραφίζοντάς τους ως υπαίτιους για επιθέσεις σε αστυνομικούς στόχους. Ενώ υπήρχε η τεχνογνωσία, η δυναμική και η δυνατότητα για ένα άμεσο απαντητικό χτύπημα με ποιοτικά χαρακτηριστικά και υποδειγματική δυναμική, η Αναρχική Δράση προχώρησε στη δημόσια επικήρυξη 21 ένστολων μιασμάτων. Αφενός επειδή η συλλογική αυτοάμυνα είναι υπόθεση όλων μας και αφετέρου μνημονεύοντας την εμπειρία όσων βρέθηκαν στη φυλακή του Λαού, σε καθεστώς επαναστατικής ανάκρισης από τους Ερυθροταξιαρχίτες συντρόφους, “η αβεβαιότητα είναι το πιο δυσβάσταχτο πράγμα”. Και το φορτίο αυτής της αβεβαιότητας φάνηκε στα μάτια τους, στις δηλώσεις τους, στις καταθέσεις τους, στο φόβο που μεθοδικά άλλαζε στρατόπεδο. Ο δικός μας πόλεμος συνεπώς δεν είναι αυστηρά ένα ζήτημα ισχυρών μέσων πάλης αλλά ισχυρής θέλησης, δέσμευσης, στοχοπροσήλωσης και αποφασιστικότητας. Είναι ζήτημα τακτικής και μεθοδικότητας για να μπορούμε να ισορροπήσουμε τη στρατιωτική αδυναμία με την πολιτική, ηθική και αξιακή υπεροχή. Όπως άλλωστε κατατίθεται και στη μελέτη του Clausewitz “Περί του πολέμου” για το δίλημμα τέχνης-επιστήμης και την υπεροχή ανάμεσα στη γνώση και τη δύναμη “ο πόλεμος είναι μια μορφή των ανθρώπινων σχέσεων”.
Σε όλη αυτήν τη συνθήκη θέλω να πιστεύω ότι έχω σταθεί με την αξιοπρέπεια που αναλογεί. Κι όμως υπάρχει κάτι που μου προξενεί τεράστιο θυμό. Το βούλευμα που μας παρέπεμψε σε δίκη ενώπιόν σας, περιγράφει έναν άνθρωπο σκληρό και βίαιο, επικίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο, ένα εγκληματικό στοιχείο που καταχωρούσε με τρόπο ψυχρό τα θύματά του σε κατηγορίες. Πιστεύετε δηλαδή ότι η κοινωνία και τα συμφέροντά της κινδυνεύουν και πλήττονται από εμένα; Ο θυμός μου προέρχεται από την πλήρη επίγνωση που έχω για την προσωπικότητά μου. Για τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, για τα ανιδιοτελή κίνητρα των επιλογών μου. Επειδή ακριβώς σήμερα έχετε μπροστά σας έναν άνθρωπο που δεν δικάζονται οι πράξεις του αλλά η ζωή του ολόκληρη, είναι για εμένα προσωπικό διακύβευμα, όσα και αν μας χωρίζουν, φεύγοντας από αυτήν την αίθουσα να ξέρω πως μπροστά σας στάθηκε ένας άνθρωπος που τον σεβαστήκατε και τον εκτιμήσατε για την ατομική του συγκρότηση, τη συνειδησιακή του προσήλωση και την αφοσίωση σε ανιδιοτελή σκοπιμότητες. Έναν άνθρωπο που τίμησε όσα επικαλέστηκε και όχι έναν ψεύτη, έναν δειλό ή χειρότερα έναν αλαζόνα τακτικιστή.
Ξέρετε κάποτε όλα γύρω μου είχαν μια χαρακτηριστική αθωότητα. Στα μάτια μου υπήρχε μόνο το λευκό. Οι σκέψεις μου γίνονταν στίχοι από τραγούδια, μελωδίες, ποιήματα, τέχνη. Σήμερα, όπως λέει και η συντρόφισσα Margrit Schiller “όλα έχουν την ακαμψία του τσιμέντου και του σίδερου”. Σήμερα το λευκό μου θυμίζει τα ψυχιατρεία, τις στολές των γιατρών, τους τοίχους της αποστειρωμένης απομόνωσης. Μου θυμίζει τη στέρηση και την κούραση, κάποια δακρυσμένα χαμόγελα, ένα γλυκό άγγιγμα που έγδερνε και πονούσε σαν γυαλόχαρτο. Μου θυμίζει την απόγνωση, το νεκρό χρόνο, την αιωνιότητα μιας στιγμής, το ταβάνι που μετακινούταν και τους τοίχους που συμπυκνώνονταν από επιφάνεια σε ένα σημείο, τις ψεύτικες ελπίδες και την παρότρυνση για παραίτηση. Το λευκό είναι το χρώμα της ήττας μέσα σε έναν κόσμο που χρόνια τώρα έχει χάσει τα χρώματά του. Έναν κόσμο που έχει ξοφλήσει, αρνείται να επανακαθορίσει τις αξίες του και όπως αναπαράγει διαρκώς τον επιθανάτιο ρόγχο του, ξεψυχάει, ξεψυχάει, ξεψυχάει. Σήμερα τη θέση της αθωότητας πήρε η αφέλεια. Γι’ αυτό ξεκίνησα να αντιμετωπίζω τη ζωή, όπως η ίδια αντιμετώπιζε εμένα και τη γενιά μου.
Το ταξικό περιεχόμενο και χαρακτήρας του αγώνα και η επαναστατική του προοπτική φέρνουν το λαϊκό κίνημα και τις πρωτοποριακές του δυνάμεις άμεσα αντιμέτωπες με τη βία και την καταπίεση του καθεστώτος. Ολόκληρη η καπιταλιστική κοινωνία είναι φτιαγμένη και στηρίζεται στη συνεχή και με κάθε τρόπο εξάσκηση βίας ενάντια στους εκμεταλλευόμενους και καταπιεζόμενους. Είναι η βία των κυρίαρχων τάξεων που υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους, που προκύπτουν από την εκμετάλλευση και καταπίεση των άλλων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων του πληθυσμού. […] Είναι ανάγκη στη θέση του φόβου και της τρομοκρατίας, που καλλιεργεί συστηματικά το καθεστώς, να μπει η αυτοπεποίθηση για τις δυνάμεις μας, η έμπρακτη γνώση ότι η καθημερινή καπιταλιστική βία μπορεί να αντιμετωπιστεί και να απαντηθεί.
Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας
Η βία είναι αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Είναι στην ιδιοσυγκρασία μας. Το ζήτημα είναι πώς και για ποιές σκοπιμότητες εκφράζεται. Στην Αρχαία Ελλάδα η Βία δοξαζόταν με τον ίδιο τρόπο που δοξαζόταν ο Κράτος. Αδερφή του νόθου γιου του Δία, όπου αποτελούσαν από κοινού υπηρέτες της άρχουσας τάξης των θεών, βοηθώντας τον Ήφαιστο στην αιχμαλωσία του Προμηθέα, όταν ο δεύτερος έκλεψε τη φωτιά απ’ τους θεούς για να τη χαρίσει στους θνητούς. Σήμερα είναι διάχυτα διασκορπισμένη γύρω μας. Βία σαφώς και είναι ο πόλεμος, ο ξεριζωμός, όμως βία είναι και η φτώχεια, η καθημερινή ανασφάλεια. Βία είναι η διχόνοια. Βία είναι ο ερωτικός εξαναγκασμός. Βία είναι η εργοδοτική τρομοκρατία. Βία είναι ο ανθρωποκεντρισμός. Βία είναι η φυλή, ο σεξουαλικός προσδιορισμός. Να γεννιέσαι σε λάθος μέρος και να μιλάς τη λάθος γλώσσα. Ο καθημερινός θάνατος που σημαίνει το ξυπνητήρι για το σχολείο. Βία είναι η απόλυση ενός ανθρώπου που έχει 2 παιδιά, η κατάσχεση του σπιτιού του ή η έξωση. Βία είναι τα κοινωνικά συμβόλαια και τα στερεότυπα. Βία είναι η στέρηση, ο χωρισμός, η μοναξιά. Βία είναι ο χρόνος στις ανθρώπινες σχέσεις. Βία είναι τόσο ο νόμος της σιωπής, όσο και η σιωπή των νόμων μπροστά στην εξαθλίωση. Βία είναι η φθορά μέσα στο χρόνο, η δύση της δημιουργικότητας. Βία είναι ακόμα και μία καλημέρα γεμάτη καταναγκασμούς, βουτηγμένη στη συνήθεια. Από τη μυθολογία ακόμα, η Βία και το Κράτος έχουν συγγενικούς δεσμούς. Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος έχεις καθήκον να αντιστέκεσαι στην ταξικά προσδιορισμένη και δίχως όρια βία, με την οποία έρχεσαι καθημερινά αντιμέτωπος. “Η αντίσταση και η εξέγερση ενάντια σε αυτήν τη βία είναι ένστικτο ζωής” σημείωναν οι φυλακισμένοι σύντροφοι της Action Directe Joelle Aubron, Nathalie Menignon και Jean Marc Ruillan. Είναι καθήκον, όχι δικαίωμα και στη βία απαντάς με βία. Έτσι είναι ο πόλεμος. Ακόμα όμως κι αν χαρακτηρίσουμε ως απόλυτα βίαιες και εγκληματικές τις παρεμβάσεις της Αναρχικής Δράσης, θα ήταν δραματικό κάποιος να εξισώσει τη βία που παράγει αυτός ο κόσμος με την αντιβία που επιστρέφουν οι επαναστατικές συνιστώσες. Αν μάλιστα θεωρητικοποιήσουμε κι άλλο αυτήν τη συζήτηση, η βάφτιση των παρεμβάσεων επαναστατικής βίας ως τρομοκρατικών και η εξίσωση επαναστατικών σχηματισμών με τους φορείς που γεννούν και αναπαράγουν την τρομοκρατία μέσα από το μίσος και τη διχόνοια, τον πόλεμο, τις συνομωσίες, τη διαφθορά και την εκμετάλλευση για τα κέρδη, όπως το ΝΑΤΟ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί χρηματοπιστωτικής σωτηρίας (ΕΚΤ, ΔΝΤ, ΕΕ), τότε η κοινή όχι η πολιτική λογική βαδίζει στο μεγάλο περίπατο. Αυτές οι ακροβασίες οφείλουν να τελειώνουν εκεί που αρχίζουν, στα γραφεία της Αντιτρομοκρατικής που έχει κάνει το ψέμμα επάγγελμα. Η δική μας βία, μία βία περιορισμένης έντασης εκ των πραγμάτων, είναι ένα κοινωνικό συστατικό δίκαιο και αναγκαίο, για να μπορεί η ανθρωπότητα να ελπίζει σε κάτι καλύτερο και διαφορετικό.
Σήμερα υπάρχει μια λανθασμένη ταύτιση του δίκαιου και της δικαιοσύνης, που εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες. Πολύ πριν από εμάς έχει μιλήσει ο Αριστοτέλης στην Αρχαία Αθήνα γι’ αυτά τα ζητήματα. Κατά τον Αριστοτέλη, σε μια πολιτική κοινωνία υπάρχει διαρκή σύγκρουση του νομικού με το φυσικό δίκαιο. Στην πολιτική κοινωνία το φυσικό δίκαιο είναι ένα άγραφο σύνολο μεταβλητών κανόνων και λογικών επιταγών, έργο της βούλησης του ελεύθερου ατόμου. Σε αντίθεση με το διορθωτικό και το διανεμητικό δίκαιο, η δικαιοσύνη της αμοιβαιότητας απονέμεται από την ελεύθερη βούληση του συλλογικού σώματος και αποτελεί απότοκο της ηθικής αρετής. 26 αιώνες μετά, το ταξίδι της εξελικτικής νόησης των κοινωνιών κατάφερε να ενσωματώσει στον ανθρώπινο νου όλα τα καρκινώματα, τις παθογένειες και την τοξικότητα των συστημάτων πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης. Η ηθική αρετή πνίγεται στη διαφθορά καθώς οι μεταγενέστερες αρχές και αξίες ταύτισαν τον άνθρωπο με το εμπόρευμα, την ελεύθερη βούληση με την ελεύθερη αγορά συστηματοποιώντας τη μονιμότητα των κοινωνικών κρίσεων, της ανθρωποφαγίας και του κανιβαλισμού. Σήμερα η διάχυτη καταχρηστικότητα έκανε το σύγχρονο κοινωνικό υποκείμενο να συγκεντρώνει πάνω του και τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα, που περιέγραψε ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία. Η σύγχρονη αρετή της ηθικής σκιαγραφεί ένα αλαζονικό υποκείμενο που φθονεί την ευτυχία του συνανθρώπου του. Μια άπληστη οντότητα γεμάτη οργή, που στρέφεται σε λάθος κατεύθυνση γιατί διοχετεύεται μεθοδευμένα στο συλλογικό σώμα, την ίδια στιγμή που επιδεικνύει χαρακτηριστική οκνηρία στην αυτοδιάθεσή του. Έναν άνθρωπο λαίμαργο που στα μάτια των άλλων βλέπει αυστηρά και μόνο την ατομική του φιληδονία, απονεκρωμένος από οποιοδήποτε αίσθημα συλλογικής αντίληψης και κατανόησης ευρύτερων αναγκών. Ποιών η δικαιοσύνη δικάζει αυτό το άδικο; Ποιών η δικαιοσύνη καταδικάζει έστω και πολιτικά το φθόνο και την αλαζονεία των ισχυρών, την απληστία των λαίμαργων; Ποιών η δικαιοσύνη δικάζει μιάσματα σαν τον Βαλασίδη που κυρήττει ελεύθερα το μίσος, οπλίζοντας τα σύγχρονα τάγματα εφόδου; Ποιών η δικαιοσύνη δικάζει τους παππάδες, που κάνουν την πίστη των αφελών και των αδύναμων εμπόρευμα βάζοντας στην ελπίδα αντίτιμο για να βιάζουν και να κακοποιούν ανήλικα παιδιά με το θείο χρίσμα, τους πολιτικούς που πληρώνονται για να καταληστεύουν το δημόσιο πλούτο και να υποβαθμίζουν την ανθρώπινη νοημοσύνη και αξιοπρέπεια, τους στρατιωτικούς που βαφτίζουν τα εγκλήματα πολέμου ως ειρηνευτικές αποστολές και μετατρέπουν τις μητροπόλεις σε ναρκοπέδια; Ποιων η δικαιοσύνη δικάζει καθάρματα σαν τον Σαββάκη και τον Σαραφιανό που πάνω στον άνθρωπο βλέπουν τον εργάτη και μόνο, το αίμα του οποίου γεμίζει τις δικές τους τσέπες; Ποιών η δικαιοσύνη δικάζει τα ένστολα σκουπίδια της Ελληνικής Αστυνομίας που κακοποιούν, βασανίζουν και βιάζουν στα γεμάτα κρατική και δικαστική ασυλία τμήματα, εκτελούν στους δρόμους και τα σύνορα, εκδίδουν ανήλικα κορίτσια, ελέγχουν το ναρκεμπόριο ανοίγοντας δρόμους στα καρτέλ, την ίδια στιγμή που για το ξεκάρφωμα συλλαμβάνουν χρήστες και μικροεμπόρους; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα η απάντηση είναι πολιτική, στέκει ανάμεσά μας είτε σαν δικογραφία στα χέρια σας, είτε σαν αόρατο σύνορο που χωρίζει δύο κόσμους εκ διαμέτρου αντίθετους, με μοναδικό σημείο συνάντησης την ίδια την ιστορία. Αυτή πάντοτε ορίζει τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο.
Η δικαιοσύνη που κρατάει εμένα αιχμάλωτο σήμερα, είναι μια ταξικά προσδιορισμένη μηχανή παραγωγής διαφθοράς και απαξίας κάθε έννοιας φυσικού και ηθικού δικαίου. Είναι η δικαιοσύνη του κύκλου των διεφθαρμένων λειτουργών Ι. Αγγελή, Ε. Ράικου, Ε. Τουλουπάκη, Ξ. Δημητρίου, Χ. Ντζούρα, Σ. Μανώλη της υπόθεσης Novartis, που εξαιρούσαν μεγαλοστελέχη σαν τον Φρουζή κατηγορούμενο για χρηματισμό πολιτικών προσώπων, των παραδικαστικών κυκλωμάτων τον Α. Μουστάκα, Τ. Μπολέτση, Π. Λεωτσάκου και Δ. Ζήκου κατηγορούμενων για δωροδοκίες, του Ν. Ζαγοριανού που χειραγωγούσε την ανάκριση των κατηγορουμένων για τα προεκλογικά ραβασάκια Χριστοφοράκου και λοιπών στο σκάνδαλο Siemens. Είναι η δικαιοσύνη που νομιμοποιεί θεσμικά και ποινικά την υπεξαίρεση εκατομμυρίων από κρατικά ταμεία: πάνω από 260.000.000 κόστισε το C4I των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας και Δημόσιας Τάξης – μια ελληνογερμανική μπίζνα ευθυγράμμισης με τη διεθνή πολιτική μέσα από τη συμφωνία της Siemens, 270.000.000 η καταλήστευση των ειδικών φόρων καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας και των τελών ακίνητης περιουσίας από την Hellas Power του Μηλιώνη και την Energa του Φλώρου, πάνω από 425.000.000 στις δανειοδοτήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ το 2016 με τους βουλευτές της ΝΔ Δ. Χριστογιάννη, Δ. Τσουμάνη και Δ. Σταμενίτη να καταθέτουν τροπολογία απαλλαγής των τραπεζικών στελεχών που εξασφάλισαν τα έσοδα 5 λεπτά πριν τη ψήφιση του τότε νομοσχεδίου για τις επενδύσεις, 8.000.000 από τα ταμεία της Επιτροπής Ερευνών του Παντείου για τζακούζι, πολυτελή είδη υγιεινής, τζάκια και μιας Ferrari και εκατοντάδες εκατομμύρια ακόμα από μίζες, δωροδοκίες, εκβιασμούς, δάνεια που ενέπλεκαν οικονομικά στελέχη, όπως ο Φιλιππίδης του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, η Α. Σακελλαρίου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και άλλοι πόσοι μεγαλοεπιχειρηματίες, όπως οι Δ. Κοντομηνάς, Π. Λαυρεντιάδης, Β. Ρέστης, Δ. Μπακατσέλος κ.ά., που γέμισαν τις τσέπες τους κατακρεουργώντας τα δημόσια ταμεία και το τραπεζικό σύστημα. Είναι η δικαιοσύνη που συνοδοιπορεί με την κομματική χειραγώγηση και τις γεμάτες βαλίτσες που έπονται παράλληλα, όπως το 1.500.000 μάρκων του Τσουκάτου του ΠΑΣΟΚ από τη Siemens, που μπήκαν στα πράσινα ταμεία, οι τεράστιες επενδύσεις στο παράρτημα της HSBC στη Γενεύη από κομματικές οικογένειες όπως του Παπακωνσταντίνου, του Παπαντωνίου, του Βουλγαράκη και των υπόλοιπων της λίστας Λαγκάρτ ή ακόμα καλύτερα η κατευθυντήρια κομματική γραμμή της καμπάνιας “Μένουμε Σπίτι” και το σύνολο των εμπλεκόμενων στη λίστα Πέτσα που κόστισε 20.000.000, η σύζευξη των οικονομικών και διπλωματικών σχέσεων της Ε.Ε. με το Κατάρ και το Μαρόκο μέσα από τον χρηματισμό μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και υπάλληλων των θεσμών και των οργάνων της από κυβερνητικούς αξιωματούχους, όπως ο Πρέσβης του Μαρόκου στην Πολωνία Αμπντεραχίμ Ατμούν, αλλά και οι απευθείας αναθέσεις με το χορό των εκατομμυρίων από τις δουλειές της Νικολάου, στην Αντεγκληματική Πολιτική μέχρι τα βολέματα του Γεωργιάδη στο ΚΕΕΛΠΝΟ. Είναι η δικαιοσύνη που έκανε τα στραβά μάτια, όταν η δημόσια περιουσία εκποιούνταν στα χέρια των παππάδων της Μονής Βατοπεδίου, που έστεκε νοχελικά ανήμπορη στις ευθύνες όσων θα έπνιγαν την αγορά με 4 τόνους ηρωίνη μέσα απ’ το Noor 1 λύνοντας “εξωδικαστικά” το θέμα, αφού έβγαλαν από τη μέση όλους τους μάρτυρες κατηγορίας, που κρατάει στη φυλακή τη μητέρα της 12χρονης από τον Κολωνό και αθωώνει τον μπάτσο-μαστροπό Δ. Μπουγιούκο, που θάβει τους παιδοβιασμούς του Λιγνάδη, του συμβούλου του Μητσοτάκη Ν. Γεωργιάδη, του αντιπροέδρου του ΣΤΕ Π. Ευστρατίου και τα εγκλήματα των βιαστών της ΔΙΑΣ στο κολαστήριο της Ομόνοιας, των Λεβεντοπαλίκαρων που βίασαν την Γ. Μπίκα στη Θεσσαλονίκη και άλλων πόσων καθαρμάτων. Και η τραγική ειρωνία είναι πως ακόμα και αυτοί που πέρασαν την πόρτα της φυλακής για τα μάτια του κόσμου, όπως τα πορτοφόλια του Qatargate Εύα Καϊλή, Αντόνιο Πάντσερι και Φραντσέσκο Τζόρτζι, οι Φουρθιώτες και οι Φιλιππίδιδες έκατσαν μέσα λιγότερο από τον Π. Καλαϊτζή. Τι έχει να πει δηλαδή αυτή η δικαιοσύνη στις οικογένειες των νεκρών εργατών στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος, στη Blue Star Ferries, στον Σκλαβενίτη Χαλκίδας, στην ΕΒΓΑ, στα Μεταλλεία Δομοκού και σε άλλους εργοδοτικούς τάφους, στα παιδιά που κακοποιήθηκαν στην Κιβωτό του Κόσμου, στις οικογένειες των μεταναστών που δολοφονήθηκαν στα χερσαία και υδάτινα σύνορα, στις κακοποιημένες, βιασμένες και δολοφονημένες γυναίκες, στις οικογένειες που έχασαν τα παιδιά τους από υπερβολική χρήση ναρκωτικών, στις οικογένειες του Σαμπάνη και του Φραγκούλη, στα θύματα trafficking, στους χιλιάδες ξεσπιτωμένους από τους πλειστηριασμούς, σε όσους δολοφονήθηκαν από την πανδημική θανατοπολιτική του κρατισμού; Κοιμηθείτε ήσυχοι, οι πραγματικοί τρομοκράτες σαν τον Χατζηαγγέλου είναι στη φυλακή; Ο πόνος και ο θυμός σας δικαιώθηκε; Αυτή η θλιβερή και απαξιωτική πραγματικότητα για κάθε έννοια δικαίου, που παράγει περισσότερη βία από όση μπορεί να καταναλώσει, χρειάζεται πρωτοβουλίες σαν του Προμηθέα για να απελευθερώσουν ξανά τη φωτιά που θα εξαγνίσει την αδικία.
“Σ’ αυτή την απόλυτη σιγή, τόσο απόλυτη που γίνεται αδιόρατη, όλη η ενέργεια αντίστασης δεν βρίσκει άλλο στόχο από τον ίδιο σου τον εαυτό. Μια που δεν μπορείς να πολεμήσεις τη σιωπή, πολεμάς όσα γίνονται μέσα σου και τελικά παλεύεις ενάντια στον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτός είναι ο σκοπός αυτής της πτέρυγας: η αυτοκαταστροφή των κρατουμένων”.
Ulrike Meinhof, Νεκρή Πτέρυγα φυλακών Κολονίας – Όσεντορφ
Η πόρτα της φυλακής δεν κλείνει το ίδιο για όλους μας. Για άλλους κλείνει αργά και στοργικά με μια καληνύχτα και την υπόσχεση πως σύντομα όλα θα τελειώσουν, μα για κάποιους σφραγίζει σαν ταφόπλακα. Αλήθεια πείτε μου κάτι. Έχοντας περάσει από τα χέρια σας εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες ζωές, για τις οποίες ο χρόνος σταμάτησε όταν άκουσαν την έκφραση “προσωρινά κρατούμενος”, σκεφτήκατε ποτέ αυτό το συναίσθημα που τους κατακλύζει; Πολύ περισσότερο, σας έχει δημιουργηθεί ποτέ η αμφιβολία για τη σύμπλευση σκοπών και μέσων σε όσα οδηγούν οι επιτελέσεις της φυλακής; Αν δηλαδή το τίμημα της διασάλευσης της νομιμότητας είναι η φυλακή, θα ήθελα να ξέρω αν αυτό είναι προϊόν άγνοιας ή συνειδητή εξυπηρέτησή σκοπών και συμφερόντων. Γιατί για εμένα προσωπικά η φυλακή είναι μία από τις πιο νοσηρές σκέψεις που ο ανθρώπινος νους έκανε πράξη, εξανθρωπίζοντας την ύπαρξη με το περιτύλιγμα του σωφρονισμού. Η φυλακή είναι ένα έκτρωμα, τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο, που θα έπρεπε να αποτελεί μια θολή ανάμνηση και όχι το παρόν και το μέλλον της εκδικητικής βαρβαρότητας της Τυραννίας.
Έχω πιάσει αρκετές φορές τον εαυτό μου να προσπαθεί να διαγράψει από τη μνήμη διάφορες στιγμές και βιώματα. Πρόσωπα, συμπεριφορές, εκκωφαντικές απουσίες, ώρες και μέρες άγνοιας ή άλλες απόγνωσης. Έχω προσπαθήσει να διαγράψω ακόμα και τη λευκή απεργία που πραγματοποίησα από τις 19 Δεκέμβρη. Όμως δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή της σύλληψής μου με τη συντρόφισσά μου. Από τον πρώτο κρότο του πολιορκητικού κριού και την έφοδο της ΕΚΑΜ μαζί με τον Γιαννίδη και την υπόλοιπη συμμορία της Αντιτρομοκρατικής, το ρολόι για μένα μετρούσε αντίστροφα για τις τελευταίες ανάσες πριν το σκοτάδι της αιχμαλωσίας. Τα όπλα της ΕΚΑΜ προτεταγμένα πάνω μου με εντολή να γονατίσω, χειροπέδες πισθάγκωνα, κουκούλα στο κεφάλι και απαγωγή στο άγνωστο. Οι ώρες που ακολούθησαν, αν και δύσκολα περιγράφονται με λέξεις, κουβαλούσαν ένα απέραντο κενό: ένα μόνιμο άγχος για τη σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα της συντρόφισσάς μου και μια φωνή στο κεφάλι μου να επαναλαμβάνει εμμονικά: τώρα είσαι εσύ και οι ευθύνες σου, οι ευθύνες σου, οι ευθύνες σου. Η σιωπή ωρών στα γραφεία της Αντιτρομοκρατικής διακόπηκε μια φορά, όταν κάποιος από τα στελέχη της πλησίασε την κουκούλα μου και μου ψιθύρισε “Θάνο όλα τελείωσαν”. Υποθέτω πως ήταν μια προσπάθεια να σφραγίσουν στη ψυχολογία μου την επικυριαρχία τους. Εγώ θα πω πως από αλαζονεία και μόνο βιάστηκαν να πανηγυρίσουν γιατί μέσα στον πολιτικό-επαναστατικό αγώνα, αυτοί και οι στρατιωτικές τους νίκες είναι προσωρινοί. Η Επανάσταση όμως δηλώνει εκκωφαντικά Ήμουν, Είμαι, Θα Είμαι.
Προφανώς γνωρίζω όσο κανένας τον εαυτό μου, αν και πιστεύω βαθιά μέσα μου πως και οι εχθροί μου δεν περίμεναν κάτι λιγότερο. Γνωρίζω τους αυτοματισμούς μου, γνωρίζω πως διαλέγω πάντα το δύσκολο δρόμο και νιώθω βαθύτατη περηφάνια που τουλάχιστον μέχρι σήμερα στάθηκα στο ύψος των ατομικών και συλλογικών καθηκόντων. Σήμερα ξέρω βαθιά μέσα μου πως τα δικά μου όπλα είναι πιο δυνατά από τα Μ16 της Αντιτρομοκρατικής, από την ιερά εξέταση και τις φυλακές σας. Αυτό βέβαια δεν έκανε τα πράγματα πιο εύκολα για μένα γιατί ακόμα και στη φυλακή δεν είναι το κάγκελο που με δεσμεύει αλλά τα καθήκοντά μου απέναντί του. Η φυλακή είναι σαν την κοινωνία, αν και δυστυχώς πολλές φορές συνειδητοποιώ την αμφίδρομη σχέση. Έχει τάξεις, έχει αφεντικά και δούλους, έχει διαφθορά, διαπλοκή και εκμετάλλευση. Είναι ένας μικρόκοσμος, όπου λόγω των περιορισμών και των στερήσεων, όλα τα βιώνεις πιο έντονα. Αν είναι κάτι που περισσεύει εντός των τειχών, είναι ο χρόνος, που πολλές φορές δεν έχει καμιά σημασία. Μέρα ή νύχτα. Ξημέρωμα ή απόγευμα δεν παίζει κανένα ρόλο. Στη φυλακή το μοτίβο είναι κλείδωμα-ξεκλείδωμα. Ο θάνατος του χρόνου σου δίνει δυο μεγάλες δυνατότητες: να παρατηρείς και να σκέφτεσαι. Σιγά σιγά αρχίζεις και παρατηρείς μικρές λεπτομέρειες, τόσο στους ανθρώπους όσο και στο περιβάλλον γύρω σου. Βλέπεις επαναλαμβανόμενες κινήσεις και συμπεριφορές, παθογένειες της ιδρυματοποίησης στο χαρακτήρα των συγκρατούμενών σου. Όμως το δυστυχές είναι πως παρατηρείς στην ουσία ως θεατής, την εικόνα από το μέλλον σου, όσα μέρα με τη μέρα ενσωματώνεις και εσύ ο ίδιος. Την άρνηση, τη ματαιότητα, το θυμό και την απελπισία. Μέσα στο απέραντο γκρίζο από το τσιμέντο και τα κάγκελα αρχίζεις και παρατηρείς λεπτομέρειες, που έξω σου ήταν αδιάφορες ως δεδομένες. Το χρώμα από ένα λουλούδι που ανθίζει μέσα στο τσιμέντο, το φεγγάρι όταν φωτίζει ή τον ήλιο όταν ακτινοβολεί επιθετικά προς τα μάτια σου. Αποζητάς οτιδήποτε κουβαλάει πάνω του ζωή από την άλλη μεριά του τείχου. Εγώ προσωπικά, ενίοτε θυμώνω, όμως κυρίως θλίβομαι όταν βλέπω στα κάγκελα του κελιού μου να στέκουν πουλιά. Ενώ έχουν τη δύναμη να πετούν ελεύθερα όσο πιο μακριά ορίζει η σκέψη, αυτά απαξιώνουν την ελευθερία τους και στέκουν στα κάγκελα. Άλλες φορές, σε όσες φυλακές είχαν ζεύξη με το αστικό πεδίο, βλέπω τους ανθρώπους που περνούν απ’ έξω ή βγαίνουν σε ένα μπαλκόνι και δεν γυρνάνε να κοιτάξουν ή να κάνουν έναν μορφασμό που να δηλώνει ένδοια. Ενίοτε θυμώνω, όμως κυρίως θλίβομαι γιατί ενσωματώνουν στο ψυχισμό τους της ύπαρξη της φυλακής ως κάτι οικείο και φυσιολογικό. Με την ίδια ευκολία που συζούν με ένα καναρίνι κλεισμένο σε ένα κλουβί, με την ίδια οικειότητα που δείχνουν σε ένα κουτάβι κλεισμένο στη βιτρίνα του pet-shop, συνυπάρχουν με έναν τσιμεντένιο τάφο, γεμάτο ζωντανούς-νεκρούς στη γειτονιά τους. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που απαξιώνουν την απόλυτη ελευθερία και χτίζουν παντού στη ζωή τους φυλακές. Φτιάχνουν φυλακές στα σπίτια τους, στην καθημερινότητά τους, φυλακίζουν τις σκέψεις και τις επιθυμίες τους. Αυτή η πραγματικότητα σήμερα ειλικρινά δεν ξέρω αν με θλίβει ή με τρομάζει περισσότερο.
Άλλες φορές αναμετρούμαι συνεχώς με τις σκέψεις μου. Με χιλιάδες “Αν” που κατακλύζουν το μυαλό μου. Γυρνάω ξανά και ξανά πίσω στο χρόνο, επαναλαμβάνω τα ίδια βήματα, κοιτάω κατάματα τις ίδιες επιλογές. Είναι σαν να ζω χίλιες φορές την τελευταία στιγμή. Και επειδή στη φυλακή οι θετικές σκέψεις δεν περισσεύουν, το μόνο που σκέφτεσαι είναι η διαχείριση της απουσίας σου. Τα εκατομμύρια “Αν” σε εκατομμύρια ενδεχόμενα που θα έγραφαν αυτήν την ιστορία με άλλους πιο δυσμενής όρους. Τα “Αν” μιας ένοπλης συμπλοκής κατά τη σύλληψη, τα “Αν” μιας άλλης έκβασης της λευκής απεργίας, τα “Αν” μιας προσωπικής απώλειας και της δικής σου απουσίας, που δεν σε χαρακτήριζε σαν άνθρωπο ποτέ σου. Όσο και αν σήμερα η φυλακή αποτελεί την καθημερινότητά μου, ούτε μπορώ ούτε θέλω να προσαρμοστώ. Τόσους μήνες, τόσα πρωϊνά και δεν έχω καταφέρει να προσαρμοστώ με τον ήχο του κλειδιού στο μέταλλο της πόρτας, που παραβιάζει τη σιωπή μου και τον υπάλληλο που μπαίνει για καταμέτρηση. 484 μαχαιριές σε ένα σώμα που προσπαθεί ακόμα να ανπνεύσει, τόσες όσα και τα πρωϊνά που έχω περάσει μέχρι σήμερα στη φυλακή. Τόσα βράδια και δεν μπορώ να νιώσω κάτι άλλο από το να σε θάβουν ζωντανό όταν κλειδώνουν και επανέρχεται αυτή η τρομακτική σιωπή. Δεν περιμένω ούτε λύπηση και οίκτο, ούτε κατανόηση. Στη ζωή μου σιχαίνομαι τον οίκτο. Δεν περιμένω κατανόηση γιατί ούτε αισθάνεστε όσα αισθάνομαι, ούτε τον τρόπο με τον οποίο βιώνω τα συναισθήματά μου. Δεν γνωρίζετε πως είναι να σε πνίγει το δίκιο μέχρι να ασφυκτιάς. Δεν γνωρίζετε πως είναι να νιώθεις ένα σημείο μέσα στο συλλογικό χρόνο, ο οποίος όμως έχει σταματήσει μόνο για σένα, ενώ οι άλλοι πορεύονται με την απουσία σου. Δεν γνωρίζετε πως είναι να ξεψυχάς κάθε στιγμή, να νιώθεις πως ζεις σε μια παράλληλη πραγματικότητα χωρίς να ξεχωρίζεις το υπαρκτό από την παραίσθηση. Δεν γνωρίζετε πως είναι άλλες φορές να στερεύεις από συναισθήματα, να βλέπεις κάποιον να δακρύζει και εσύ να μην νιώθεις τίποτα και άλλες να πνίγεσαι μέσα τους. Δεν γνωρίζετε πως είναι να βλέπεις τον άνθρωπό σου πίσω από ένα τζάμι, να απλώνεις το χέρι και να μην μπορείς να τον αγγίξεις, να μην μπορείς να συνεχίσεις τη μέρα σου μαζί του και όταν φεύγει να μένεις πίσω πάντα και για τους δύο. Η φυλακή είναι ο καθρέφτης που κοιτάς τόσο το δικό σου είδωλο όσο και των ανθρώπων σου και συχνά σε γεμίζει απέραντη πικρία όταν μια υποψία γίνεται βεβαιότητα, όταν καταλαβαίνεις πόσο μόνος είσαι πλέον, πως οι ζωές εντός και εκτός των τειχών δεν συναντιούνται πουθενά. Όταν νιώθεις πως στις σχέσεις σου, στις χειρονομίες σου, στις προσδοκίες και τις απαιτήσεις σου, στα συναισθήματά σου είσαι πια ένας άνθρωπος που τον χαρακτηρίζει το παρελθόν του. Ένας άνθρωπος που μέρα με τη μέρα γίνεται ανάμνηση για τους άλλους. Κρατώ βαθιά μέσα μου τα λόγια μιας συντρόφισσας σε ένα γράμμα της “ό,τι δεν είναι αμετάκλητο, είναι προσωρινό”. Με αυτά συνεχίζω και πορεύομαι κάθε μέρα γιατί ποτέ μου δεν φοβήθηκα να χάσω την ελευθερία μου για όσα πιστεύω. Ο φόβος είναι να μην χάσω τον εαυτό μου μέσα σε όλα όσα περνάω. Γιατί η μετάνοια δεν εκμαιεύεται μόνο με μια δήλωση. Πολλές φορές αρκεί περισσότερο η σιωπή μπροστά στο άδικο ή η αναισθησία μπροστά στο καθήκον. Πολλές φορές αρκεί και ο τακτικισμός ως πρόσχημα πολιτικής δειλίας. Όπως και να έχει, έχεις πάψει να είσαι ο ίδιος άνθρωπος. Έχεις πάψει να είσαι Άνθρωπος.
Εγώ προσωπικά έχω αρκετά συμπαγή και αδιαπραγμάτευτη άποψη για την ύπαρξη των φυλακών. Κρύβουν τη βία και την εκδικητικότητα του ίδιου του συστήματος που υπηρετούν, αναπαράγοντας συνεχώς την εγκληματικότητα. Έχω βαθύτατη πεποίθηση πως οι έννοιες του φυσικού δικαίου και του σωφρονισμού είναι άρρηκτα συνυφασμένες με το ηθικό ανάστημα των κοινωνιών, την πολιτισμική κουλτούρα και την ιδεολογικοπολιτική ενσυναίσθηση. Σε μια δικαιοκρατική κοινωνία ο σωφρονισμός οφείλει να αμφισβητεί στην πράξη την τιμωρία.
Η αστική δικαιοσύνη δεν εξετάζει ούτε την πράξη ούτε την πρόθεση, αλλά από συγκεκριμένη ταξική σκοπιά το πρόσωπο. Θα προσπαθήσω να σας το εξηγήσω με ένα παράδειγμα. Σε μια συνηθισμένη οικογένεια, ο άντρας ως το κυρίαρχο υποκείμενο της αγέλης ζητάει ή μάλλον απαιτεί από τη σύζυγο του να του φέρει μια μπύρα. Η ίδια αρνείται να αποτελεί τη σκλάβα του. Τότε ο άντρας γεμάτος θυμό από το “δίκιο” του, την τραυματίζει πετώντας της ένα ποτήρι. Το περιστατικό δεν θα λάβει έκταση όταν στην καλύτερη των περιπτώσεων ο άντρας αιτιολογήσει το θυμό του ως ένα μεμονωμένο περιστατικό έντασης-αυτό που λένε η κακιά στιγμή. Ένα σύνολο καθημερινών μεμονωμένων περιστατικών. Το 3ων χρονών παιδί της ίδιας οικογένειας, στην προσπάθειά του να εξερευνήσει και να κατανοήσει το περιβάλλον γύρω του, σηκώνει ένα ποτήρι και το πετάει κάτω. Ο άντρας γεμάτος θυμό θα ξεσπάσει με φωνές και ταπεινωτική διάθεση απέναντι στο παιδί, θα του ενσωματώσει το φόβο και θα το τιμωρήσει για τη ζημιά που έκανε. Το παιδί θα αφομοιώσει την έννοια της αποτροπής, όχι όμως ως προϊόν ενσυναίσθησης αλλά ως φόβο επανάληψης της τιμωρίας, όμως ίσως μέσα του οξυνθεί η αντιδραστικότητα σε κατ’ επανάληψη αντίστοιχες συμπεριφορές. Στον ίδιο μικρόκοσμο ή μικροκοινωνία, με το ίδιο σύστημα πειθάρχησης έχουμε την ίδια πράξη-αδίκημα (ένα σπασμένο ποτήρι), διαφορετική πρόθεση αφού ο πρώτος ενσυνείδητα ασκεί κακοποιητική συμπεριφορά με σωματική και ψυχολογική βία ενώ ο δεύτερος γεμάτος άγνοια και αθωότητα εξασκεί, έστω και μέσα από την ευθεία αμφισβήτηση, την αντιληπτική του ικανότητα, όμως η ποινική μεταχείρηση είναι ασύμμετρα άνιση. Αυτή είναι η δικαιοσύνη των ισχυρών: πούπουλο για τους δυνατούς και τσεκούρι για τους αδύναμους. Πείτε μου τώρα ποιος είναι ο πιο επικίνδυνος για την κοινωνία, ο αυταρχικός γονέας ή το παιδί; Στο δικό μου ηθικό και φυσικό δίκιο, οι μικροκοινωνίες δεν έχουν θέσεις υπεροχής και ανωτερότητας. Σημασία έχει να οικοδομείς σχέσεις χειραφετημένης αμοιβαιότητας, όπου συνδιαλέγεσαι με τον άλλον από μηδενική βάση χωρίς να μένεις αμετάκλητος στη δική σου απόλυτη αλήθεια. Σημασία έχει να κάτσεις με το παιδί σου και σε μια εποχή απόλυτης απληστίας στη δεικτικότητα και τον “αντικειμενισμό” να μάθεις να ακούς τη δική του υποκειμενική αλήθεια. Να κατανοήσεις τα κίνητρα και τη σκοπιμότητα που στα μάτια του έκανε δίκαιη την πράξη του. Γιατί σημασία έχει η διαλεκτική που αναπτύσσεται ανάμεσά σας και αναζητεί ή αν θέλετε αμφισβητεί την απόλυτη αλήθεια και όλη αυτή η αμφίδρομη σχέση δεν θα είχε αναπτυχθεί αν δεν είχε σπάσει το γαμημένο το ποτήρι. Μπορείτε τώρα να καταλάβετε πως μια φαινομενικά επιθετική κίνηση είναι απόλυτα κοινωνικά αναγκαία για να οξύνει τη διαλεκτική και την ενσυνείδηση ανάμεσα στις σχέσεις και τις χειρονομίες; Και αυτός ο κόσμος, όχι ένα ποτήρι αλλά χιλιάδες σπασμένα σερβίτσια χρειάζεται, για να επανακαθορίσει την αμοιβαιότητα και την αγάπη στις σχέσεις του. Γι’ αυτό η επαναστατική βία πάντοτε και για πάντα θα οξύνει την έννοια του φυσικού δικαίου. Γιατί θέτει ερωτήματα, αρνήσεις και αμφισβήτηση στο προσκήνιο της μιας και μοναδικής αδιέξοδης αλήθειας.
Έτσι λειτουργεί λοιπόν η δικαιοσύνη των ισχυρών. Με τα φτερά της ανοιγμένα, εξαιρεί από τη φυλακή, είτε μέσω απαλλαγών είτε με ανασταλτικές ποινές, κυκλώματα μαφιόζων με έδρα τη ΓΑΔΑ που κατηγορούνται για εκβιασμούς, επιχειρηματίες και βιομηχάνους στις εταιρείες των οποίων δολοφονούνται καθημερινά εργάτες, παιδοβιαστές που καταστρέφουν τις ζωές και την αθωότητα μικρών παιδιών, ναρκέμπορους που εμπορεύονται το θάνατο και την κοινωνική παρακμή, πολιτικούς, παππάδες, μαστροπούς, καναλάρχες, τραπεζίτες, μπάτσους-δολοφόνους και στέλνει στη φυλακή ανθρώπους σαν και εμάς για να απομονώσει το λόγο και τη δράση μας από την υπόλοιπη κοινωνία, να μην ακούγεται η αλήθεια μας, να θαφτεί στο μπετό η αμφισβήτηση που γεννάει η διαλεκτική μας. Μας στέλνουν φυλακή για να μπορούν αυτοί και η αθλιότητα που τους χαρακτηρίζει, να κυκλοφορούν ελεύθεροι και ανενόχλητοι, ανέγγιχτοι, ασφαλείς και ατιμώρητοι. Γι’ αυτό η θέση μας είναι έξω από τις φυλακές. Για να έχει ο κόσμος δικαίωμα να αντιστέκεται, να ονειρεύεται, να ελπίζει.
Κυρίες και κύριοι,
Το πραγματικό διακύβευμα της εποχής μας είναι να δούμε και να αντιμετωπίσουμε την κοινωνική πραγματικότητα που έχουμε δημιουργήσει όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Δημιουργήσαμε μια κοινωνία πλήρως εξατομικευμένων υποκειμένων, όπου οι ανάγκες, οι προσδοκίες και οι υποχρεώσεις αρχίζουν και τελειώνουν στην ατομική διάσταση του υπερεγώ. Η συλλογική διαλεκτική κουβαλάει τις κοινωνικές αυταπάτες του εθελούσιου απομονωτισμού και την υποκρισία του δήθεν ενδιαφέροντος. Σε μια εποχή όπου ο ψηφιακός ανταγωνισμός έχει μετατρέψει τις σχέσεις, τα συναισθήματα, την επικοινωνία και την προσωπικότητα του καθενός σε μαθηματικό αλγόριθμο, ο κόσμος δεν νιώθει την ανάγκη της συλλογικής συναναστροφής. Κανείς δεν κουβαλάει το χρέος να υπάρχει ενεργά στη ζωή του άλλου, να στέκεται στο πλάι του στα δύσκολα, να μοιράζεται τα άγχη, τους φόβους, να αγαπάει, να δίνεται. Σήμερα το προσωπικό διακύβευμα είναι να επιβάλλεις το ψηφιακό σου αποτύπωμα. Να υποκαταστήσεις τις καθημερινές ανιδιοτελείς χειρονομίες έκφρασης με μια ψηφιακή αντίδραση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η καθημερινή ζωή είναι το μέτρο των πραγμάτων, της πραγμάτωσης, ή μάλλον της μη πραγμάτωσης, των ανθρώπινων σχέσεων, της χρήσης που κάνουμε στο χρόνο μας.
Guy Debord
Σήμερα, πριν μιλήσουμε για επανάσταση, πρέπει να επανακαθορίσουμε την έννοια της ζωής. Μιας ζωής αληθινής και ουσιαστικής, που δεν θα διακινείται σαν την πρέζα στους χρήστες της. Δόσεις στην ευτυχία, δόσεις στην αγάπη και το συναισθηματισμό, δόσεις στην ειλικρίνεια που πνίγεται στην απληστία της αλλοτρίωσης. Είναι δηλαδή τόσο ειδεχθές έγκλημα που οραματιζόμαστε μια ζωή χωρίς υποταγή και εκμετάλλευση; Μια ζωή που δεν θα αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους ως εμπόρευμα και θα είμαστε απαλλαγμένοι από την ανωτερότητα του ειδισμού. Μια ζωή που δεν θα κυοφορεί στη μήτρα της τη βία και το θάνατο στις σχέσεις, στην ηθική, στις καθημερινές χειρονομίες, στη δοτικότητα και την αφοσίωση. Μια ζωή, όπου η ευτυχία δεν θα κρύβεται στις πολυτελείς βιτρίνες, στα ράφια των πολυκαταστημάτων, σε διαφημίσεις που γυαλίζουν την εικόνα του καταναλωτισμού, σε ακριβά αμάξια και τελευταία μοντέλα κινητών, σε ναρκωτικές ουσίες και ψευδαισθήσεις. Μια ζωή, όπου η καλημέρα θα λέγεται πρόσωπο με πρόσωπο, ο ένας θα είναι στο πλευρό του άλλου χωρίς να κάνει check in και το σ’ αγαπώ θα είναι δήλωση σεβασμού και αφοσίωσης σε κοινές ανάγκες και όνειρα και όχι μια τυπική καρδιά σε ψυχρά μηνύματα μιας πλατφόρμας. Γιατί σ’ αυτήν τη ζωή που ζούμε σήμερα, το πιο ειλικρινές είναι να ντρέπεσαι για την παρακμή και τη διάχυτη αλλοτρίωση.
Σήμερα ζω, σημαίνει αλλάζω. Αγωνίζομαι για το αδύνατο. Αφήνω πίσω τους εγωϊσμούς και τον εγωκεντρισμό και σκέφτομαι τους άλλους. Γιατί στον άνθρωπό μου βλέπω το άλλο μου μισό. Σήμερα ζω, σημαίνει δεν διαπραγματεύομαι, αμφισβητώ. Σημαίνει αρνούμαι, δεν εκλογικεύω την παρακμή. Σημαίνει σκέφτομαι, οραματίζομαι τον εαυτό μου έξω από την ασφάλεια που νιώθω και κοιτάω κατάματα τη σήψη. Σήμερα ζω, σημαίνει πολεμάω. Και πολεμάω αδιάκοπα. Δεν αυτοεκπληρώνω τις ψευδαισθήσεις μου, δεν αυτοπραγματώνω δήθεν επαναστατικές επιθυμίες και μετά επιστρέφω στις συμβάσεις και τον εναλλακτισμό. Δεν διαχωρίζω τη ζωή μου σε ώρες αγώνα και ώρες δειλίας βουτηγμένες σε επίπλαστες απολαύσεις και ατομικές προσδοκίες. Πολεμάω χωρίς εγγυήσεις, χωρίς στεγανά και ασφάλεια, χωρίς οίκτο, μα με ψυχή, πίστη, θέληση και αποφασιστικότητα.
Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια η Αναρχική Δράση έκανε ένα πολύ απλό πράγμα: δεν αποδέχτηκε ως φυσικό το φρικιαστικό και δεν αντιλήφθηκε ως αδύνατο το αναγκαίο. Αγωνιστήκαμε για να υπάρχει κοινωνικός αντίλογος στην εκμετάλλευση και την εξαθλίωση, για να υπερασπιστούμε την αδιαλλαξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσα σε ένα σύστημα υποταγής, για να οπλίσουμε τις μειοψηφικές αρνήσεις μέσα στη σκλαβωμένη μάζα της γενικευμένης αποδοχής. Αγωνιστήκαμε για να διαφυλάξουμε την επαναστατική παράδοση, για να οξύνουμε την πόλωση και τις ταξικές αντιθέσεις, θέτοντας ακέραια το πρόταγμα της Αναρχίας που αρνείται, επιτίθεται, εξεγείρεται. Αγωνιστήκαμε για να επιβάλλουμε στο πολιτικό προσκήνιο την ύπαρξη ενός σταθερού πολιτικού φορέα, που θα ασκεί ριζοσπαστική κριτική προπαγάνδα μέσα από την πράξη. Αγωνιστήκαμε για να έχει το δίκιο αυτού του κόσμου φωνή και υπόσταση και για όλο αυτό το ταξίδι μέσα στη φωτιά το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι πως σε επίπεδο πολιτικής αντίληψης και συγκρότησης, συνέπειας και αφοσίωσης, συντροφικότητας και αλληλεγγύης, η Αναρχική Δράση ήταν, είναι και θα είναι ό,τι πιο αληθινό και αυθεντικό κουβαλάω μέσα μου. Γιατί στην πολιτική της διαδρομή δεν δείλιασε ποτέ της. Γιατί στην ιδεολογική της συγκρότηση δεν ήταν ένα ευμετάβλητο τυχοδιωκτικό πείραμα. Γιατί στις σχέσεις της είχε μόνο σεβασμό και αφοσίωση, κατανόηση και ενσυναίσθηση, ταπεινότητα και επιμονή. Γιατί στα καθήκοντά της έδειξε πίστη και προσήλωση, μα πάνω απ’ όλα ευθύνη. Μια ευθύνη που στις μέρες μας έχει διαγραφεί, τόσο από το πολιτικό όσο και από το προσωπικό λεξιλόγιο του καθενός. Εγώ τουλάχιστον έχω τη δύναμη να κοιτάω τον κόσμο κατάματα, τόσο τους εχθρούς όσο και τους οικείους μου. Έχω τη δύναμη να στέκομαι με περηφάνια μπροστά στους συντρόφους μου, στην οικογένειά μου, στον άνθρωπό μου. Να τους κοιτάζω στα μάτια και ακόμα και αν δακρύζω, να μην λιγοψυχώ γιατί “οι όρκοι που με δάκρυα γεννιούνται, είναι αληθινοί”. Και όταν και αν έρθει η στιγμή που θα με κοιτάξει το παιδί μου στα μάτια και θα μου ζητήσει εξηγήσεις για όλα τα “γιατί” της ασχήμιας αυτού του κόσμου, θα μπορώ να απαντήσω “προσπάθησα”.
Για όλα αυτά τα “γιατί” θα συνεχίσω να αγωνίζομαι, για όλα αυτά τα “γιατί” θα παραμείνω προσηλωμένος, θα κουβαλάω επίμονα την πίστη και την αφοσίωση στην αρετή του φυσικού δικαίου, θα σφίγγω τα δόντια μου και θα προσπαθώ ακόμα περισσότερο ακόμα και αν ματώνω. Θα μιλάω, θα μάχομαι, θα ζω και θα αναπνέω για την Επανάσταση. Για να μην ξημερώσει εκείνη η μέρα που κοιτάξω τον καθρέφτη και δω έναν άνθρωπο ξένο που τον σιχαίνομαι για όσα έγινε, προδίδοντας τα πιστεύω του. Δεν μετανιώνω για όσα είμαι, μετανιώνω για όσα δεν πρόλαβα να γίνω. Για όσα ονειρεύτηκα και δεν πρόλαβα να πραγματοποιήσω. Γιατί σε τελική ανάλυση αυτό που μας χωρίζει είναι πως εγώ μπορώ και ονειρεύομαι, δίνοντας και τη ζωή μου για το ανέφικτο.
Θα κλείσω διαβάζοντάς σας το σημείωμα που βρέθηκε στα χέρια ενός αντιστασιακού προς τη συντρόφισσά του, λίγα λεπτά αφότου εκτελέστηκε από τους δοσίλογους της κατοχής, για την πίστη του στην Ελευθερία.
Αγαπημένη μου,
Μη περιμένεις πια τον ερχομό μου.
Μη περιμένεις την πόρτα του σπιτιού μας να ανοίξει και να γεμίσει το δωμάτιο χαμόγελα.
Δεν υπάρχει πια ήλιος για τους δυο μας. Μήτε ποτάμι να δροσίσει τα κορμιά μας σαν ένα. Σύρματα χώρισαν τους δρόμους μας, ματώνοντας τα όνειρα πριν την ανατολή.
Δάκρυ μη δω στα μάτια σου, που πάγωσε ο χρόνος. Περήφανη κι αμόλυντη εσύ, απ’ τη φθορά της μνήμης. Στέκε μονάχη, ανέγγιχτη, στο πέρασμα του ανέμου.
Και όταν τους δρόμους μας διαβείς και όρκους ανταμώσεις. Πως όσα ονειρευτήκαμε θα ζούν παντοτινά. Πρώτη να πέσεις στη φωτιά των άγριων ματιών σου. Για να ‘χει ο κόσμος δύναμη να ονειρευτεί ξανά.
Ποτέ προσκυνημένος
Ζήτω η Αναρχική Δράση
Θάνος Χατζηαγγέλου, αιχμάλωτο μέλος της Οργάνωσης Αναρχική Δράση
Γ’ Πτέρυγα, Φυλακές Λάρισας
8/6/2023